Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τρὸ τῆς ἕω

См. также в других словарях:

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • φιτρός — ὁ, Α 1. κορμός δέντρου 2. (στον Όμ.) κομμάτι ξύλου 3. δαυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. φι τρός ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *bhei /*bhī «χτυπώ» (πρβλ. αρμ. bir «κοντό και στρογγυλό ξύλο, κούτσουρο, ρόπαλο», καθώς και το… …   Dictionary of Greek

  • λείαντρο — το λίμα, με χοντρά δόντια διαμορφωμένα στην επιφάνειά της, η οποία χρησιμοποιείται για τη λείανση ξύλινων ή μαλακών μεταλλικών τεμαχίων, κν. ράσπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειαίνω + κατάλ. τρο (πρβλ. σήμαν τρο, ύφαν τρο)] …   Dictionary of Greek

  • АНАПОДИЗМ — [греч. ἀναποδισμός от ἀναποδίζω двигаться назад, возвращаться], вид визант. церковно певч. композиции эпохи калофонического пения. А., как и анаграмматизм (в рукописях эти термины часто смешиваются и взаимозаменяются), обозначает перестановку… …   Православная энциклопедия

  • στόχαστρο — το, Ν 1. στρ. μεταλλικό τεμάχιο, προσαρμοσμένο σταθερά πάνω από το στόμιο τής κάννης φορητών όπλων, το οποίο αποτελεί τμήμα τού συστήματος σκόπευσης 2. φρ. «τὸν έχω στο στόχαστρο» αναμένω την κατάλληλη στιγμή για να τόν βλάψω ή για να τόν… …   Dictionary of Greek

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • χύτρος — και ιων. τ. κύθρος, ὁ, Α 1. πήλινο σκεύος, χύτρα 2. στον πληθ. οἱ χύτροι α) μεγάλες οπές στον βυθό τής λίμνης Κωπαΐδας β) λουτήρες όπου διοχετεύονταν τα νερά τών θερμών πηγών τού Καλλιδρόμου τών Θερμοπυλών γ) (στην Αθήνα) γιορτή, με αγώνες, την… …   Dictionary of Greek

  • κρίτρο — το συν. στον πληθ. τα κρίτρα αμοιβή τών μελών τής κριτικής επιτροπής διαγωνισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνω + κατάλ. τρο/ τρα (πρβλ.) ασφάλισ τρα, δίδακ τρα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»