-
1 ἠώς
Aἠόα A.D.Pron.88.5
) ἠῶ, alsoἠοῦν Hedyl.
ap. Ath.11.473a, AP7.472 (Leon.); [dialect] Ep. loc. ἠῶθι: never used (exc. by Gramm.) in the un[var] contr. forms, unless Ἀόος be read in Pi.N. 6.52:—[dialect] Att. [full] ἕως, gen. and acc. ἕω: [dialect] Dor. [full] ἀώς, [full] ἀβώρ (qq. v.): [dialect] Aeol. [full] αὔως Sapph.18, gen.αὔως Epigr.Gr.992
([place name] Balbilla), acc. Fr.1 + 2.18: [dialect] Boeot. [full] ἄας· ἐς αὔριον, Hsch.:— dawn, ; light of day, ὅσον τ' ἐπικίδναται ἠ. Il.7.451, etc.; esp. morning as a time of day, opp. μέσον ἦμαρ, δείλη, 21.111, etc.: gen. ἠοῦς at morn, early, 8.470, 525: acc. ἠῶ the morning long, Od.2.434;στάντα πρὸς πρώτην ἕω S.OC 477
;ἐξ ἠοῦς μέχρι δείλης ὀψίης Hdt.7.167
; ἐξ ἠοῦς εἰς ἠοῦν Hedyl.l.c.; ἠοῦν ἐξ ἠοῦς APl.c.; ἅμα ἠοῑ with, i.e. at, daybreak, Hdt.7.219; [dialect] Att. ἅμα ἕῳ or ἅμα τῇ ἕῳ, Th.2.90, 4.72; τρὸ τῆς ἕω ib.31; [dialect] Ep.ἠῶθι πρό Il.11.50
, Od.5.469, 6.36;ἐπὶ τὴν ἕω Th.2.84
;εἰς τὴν ἐπιοῦσαν ἕω X.An.1.7.1
; ἐς ἀῶ to-morrow, Theoc.18.14.2 day, Il.1.493, al., Od.19.192, Theoc.12.1, Call.Aet.1.1.1;ἠ. δέ μοί ἐστιν ἥδε δυωδεκάτη, ὅτε.. Il.21.80
; κατήϊεν ἐς δύσιν ἠ. Musae.110; μεσάτη ἠ. Orph.A. 649.4 the East,πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε Il.12.239
( South acc. to Str.10.2.12);ἀπὸ ἠοῦς πρὸς ἑσπέρην Hdt.2.8
; τὰ πρὸς τὴν ἠῶ ibid.; , cf. Pl.Lg. 760d, etc.; πρὸς ἕω τῆς πόλεως, τοῦ ποταμοῦ, to the East of.., X.HG5.4.49, Plu.Luc.27;πρὸ ἠοῦς τοῦ βωμοῦ IG 7.235.45
(Oropus, iv B.C.). -
2 στοιχεῖον
στοιχεῖον, τό, eigtl. dim. von στοῖχος, eine kleine aufgerichtete Stange, bes. der Stift an der Sonnenuhr, der den Schatten wirst und dadurch die Stunden des Tages bestimmt, daher auch dieser Schatten selbst, δεκάπουν στοιχεῖον, von der Zeit des Abendessens, Ar. Eccl. 652; vgl. Eubul. bei Ath. I, 8 b u. Poll. 6, 44. – Der Buchstabe, als erster, einfachster Bestandtheil der Rede (στ. ἐστὶ φωνὴ ἀδιαίρετος, Arist. poet. 20), zunächst nur insofern er gesprochen wurde, γράμματα hießen die geschriebenen; τὸ ῥῶ τὸ στοιχεῖον, Plat. Crat. 426 d, u. öfter in diesem Gespräche; vgl. 434 b, ἔστι δὲ ἐξ ὧν συνϑετέον τὰ ὀνόματα, στοιχεῖα; auch γραμμάτων στοιχεῖα, Theaet. 202 e; κατὰ στοιχεῖον, nach der Buchstabenfolge, nach dem Alphabet. – Uebh. die ersten, einfachsten Bestandtheile, πυρὸς στοιχεῖόν τε καὶ σπέρμα, Plat. Tim. 56 b; λάβωμεν τοῦτο οἷον στοιχεῖον ἐπ' ἀμφότερα σώματός τε καὶ ψυχῆς, Legg VII, 790 c; πολιτείας, Isocr. 2, 16. – Bes. die ersten Bestandtheile körperlicher Dinge, die Grundstoffe, Elemente, deren Empedokles zuerst vier annahm und sie ῥιζώματα nannte; περὶ τὰ τῶν πάντων στοιχεῖα, Plat. Polit. 278 c; ἀμφότερα, Erde und Wasser, Polemo 1, 11; σκοπῶμεν ἀρξάμενοι ἀπὸ τῆς τρο φῆς ὥςπερ ἀπὸ τῶν στοιχείων, Xen. Mem. 2, 1, 1; Arist. partt. an. 2, 1. – Bes. auch die Anfangsgründe der Wissenschaften, Elemente, Sp.; στοιχεῖα ἐνϑυμημάτων, die Topik der Schlußarten, Arist. rhet. 2, 22; in der Geometrie die Punkte, Linien, Flächen. – Bei den Alexandrinern = Gestalt, Bild, bes. Bild des Thierkreises, D. L. 1, 102.
См. также в других словарях:
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
φιτρός — ὁ, Α 1. κορμός δέντρου 2. (στον Όμ.) κομμάτι ξύλου 3. δαυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. φι τρός ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *bhei /*bhī «χτυπώ» (πρβλ. αρμ. bir «κοντό και στρογγυλό ξύλο, κούτσουρο, ρόπαλο», καθώς και το… … Dictionary of Greek
λείαντρο — το λίμα, με χοντρά δόντια διαμορφωμένα στην επιφάνειά της, η οποία χρησιμοποιείται για τη λείανση ξύλινων ή μαλακών μεταλλικών τεμαχίων, κν. ράσπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειαίνω + κατάλ. τρο (πρβλ. σήμαν τρο, ύφαν τρο)] … Dictionary of Greek
АНАПОДИЗМ — [греч. ἀναποδισμός от ἀναποδίζω двигаться назад, возвращаться], вид визант. церковно певч. композиции эпохи калофонического пения. А., как и анаграмматизм (в рукописях эти термины часто смешиваются и взаимозаменяются), обозначает перестановку… … Православная энциклопедия
στόχαστρο — το, Ν 1. στρ. μεταλλικό τεμάχιο, προσαρμοσμένο σταθερά πάνω από το στόμιο τής κάννης φορητών όπλων, το οποίο αποτελεί τμήμα τού συστήματος σκόπευσης 2. φρ. «τὸν έχω στο στόχαστρο» αναμένω την κατάλληλη στιγμή για να τόν βλάψω ή για να τόν… … Dictionary of Greek
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
χύτρος — και ιων. τ. κύθρος, ὁ, Α 1. πήλινο σκεύος, χύτρα 2. στον πληθ. οἱ χύτροι α) μεγάλες οπές στον βυθό τής λίμνης Κωπαΐδας β) λουτήρες όπου διοχετεύονταν τα νερά τών θερμών πηγών τού Καλλιδρόμου τών Θερμοπυλών γ) (στην Αθήνα) γιορτή, με αγώνες, την… … Dictionary of Greek
κρίτρο — το συν. στον πληθ. τα κρίτρα αμοιβή τών μελών τής κριτικής επιτροπής διαγωνισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνω + κατάλ. τρο/ τρα (πρβλ.) ασφάλισ τρα, δίδακ τρα)] … Dictionary of Greek